οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
ὀχετεύω (Α) οχετός1. διοχετεύω νερό με διώρυγα ή τάφρο2. κατασκευάζω κάτι ως οχετό.