διοχετεύω
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
A furnish with channels, σῶμα Pl.Ti.77c.
2 distribute by conduits, Luc.VH1.33:—Pass., διωχετευμένων ὑδάτων D.S.20.8: metaph. of the spinal cord, δ. διὰ τῶν σφονδύλων Ruf.Anat.7.
II in Pass., of a country, to be irrigated, Str.5.1.5.
Spanish (DGE)
1 proveer de conductos σῶμα ref. a las venas y arterias, Pl.Ti.77c
•en perf. en v. pas. estar provisto de conductos para el riego de una reg. διώρυξι δὲ καὶ παραχώμασι ... διωχέτευται Str.5.1.5.
2 distribuir por medio de conductos c. ac. del líquido ὕδωρ Luc.VH 1.33, Gr.Nyss.Virg.285.1, Simp.in Ph.337.36
•en v. pas. ser canalizado ὕδατα D.S.20.8, cf. Str.16.1.9, Philostr.Im.1.6.
3 canalizar, conducir, transportar διὰ τῶν φλεβῶν ... διοχετευουσῶν (τὸ χρηστὸν καὶ τρόφιμον τῆς τροφῆς) εἰς τὸ ἧπαρ Nemes.Nat.Hom.M.40.696A, en v. pas. διὰ τῆς τῶν σφονδύλων κοιλότητος διοχετευομένη ... ἄχρι τελευταίου de la médula espinal, Ruf.Anat.7
•fig. de abstr. conducir a través de canales, canalizar εἰς τὴν ἐθνικὴν γενεὰν διοχετεύσει τοὺς οἰκτιρμούς (ὁ Θεός) como por canales hará (Dios) derivar su compasión hacia el linaje de las naciones Anon.Hier.Luc.34.2.
French (Bailly abrégé)
distribuer comme par des conduits (l'eau dans le sol, la nourriture dans le corps, etc.) ; Pass. être arrosé à l'aide de canaux ou de rigoles.
Étymologie: διά, ὀχετεύω.
German (Pape)
Wasser durch Kanäle leiten und verteilen, Plat. Tim. 77c und Sp., wie DS. 20.8; auf diese Weise bewässern, διώρυξι ἡ χώρα διοχετεύεται, Strab. 5.1 p. 212.
Russian (Dvoretsky)
διοχετεύω:
1 распределять посредством каналов, отводить (διωχετευμένα ὕδατα Diod.);
2 разносить, распределять (τροφὴν τῷ σώματι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διοχετεύω: διανέμω, διαβιβάζω ὡς δι’ ὀχετῶν· οὕτω, δ. τροφὴν τῷ σώματι Πλάτ. Τιμ. 77C. - Παθ., διωχετευμένων ὑδάτων Διόδ. 20. 8. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως ἐπὶ χώρας, διαβρέχομαι, Στράβων 212.
Greek Monolingual
(AM διοχετεύω) οχετεύω
(για υγρά) μεταφέρω με οχετό, σωλήνα
νεοελλ.
1. μεταφέρω από ένα δοχείο σε άλλο
2. μεταβιβάζω χωρίς τη βοήθεια αγωγού
3. (για πράγματα, έννοιες, ειδήσεις κ.λπ.) διαδίδω, μεταδίδω επιλεκτικά ή κρυφά
αρχ.
παθ. (για χώρα) αρδεύομαι.