ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(Μ πάλε)πάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν), κατά τα επιρρ. σε -ε: άλλοτε, πότε, τότε.