παντάπασιν

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

French (Bailly abrégé)

v. παντάπασι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς
2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου
αρχ.
βεβαίως, αναμφιβόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].