λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
το / παντοπωλεῑον, ΝΜΑ παντοπώλης
νεοελλ.
κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων
μσν.-αρχ.
τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα.