παραπάνω

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

και παραπάνου
επίρρ.
1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι»)
β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι»)
2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ' όσο υπολόγιζε»)
3. φρ. «με το παραπάνω» — περισσότερο από ικανοποιητικά, αρκετά, άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- (ε)πάνω].