παραπόρτι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

το / παραπόρτιον, ΝΜ
μικρή πλάγια θύρα
νεοελλ.
1. μικρή θύρα κοντά σε μεγάλη εξώθυρα
2. μικρή κρυφή θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πόρτα + επίθημα -ιον].