παραπονιάρικος
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
Greek Monolingual
-η, -ο παραπονιάρης
1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός
2. ως ουσ. παραπονιάρης.
επίρρ...
παραπονιάρικα
με παράπονο.