παραπονιάρικος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

-η, -ο παραπονιάρης
1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός
2. ως ουσ. παραπονιάρης.
επίρρ...
παραπονιάρικα
με παράπονο.