παραπονιέμαι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, -έομαι
1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, -η, -ο
λυπημένος, δυσαρεστημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πονώ / -ούμαι. Ο τ. παραπονιέμαι < παραπονώ, κατά τα ρ. σε -ιέμαι (πρβλ. χτυπ-ιέμαι)].