παράφρονας

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

παράφρων, -ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής
2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φρων (< φρήν, φρενός)].