παταγώδης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek (Liddell-Scott)

παταγώδης: -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, θορυβώδης, ὕποπτ. λέξις, Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.

Greek Monolingual

-ες
αυτός που προκαλεί πάταγο («παταγώδης αποτυχία»).
επίρρ...
παταγωδώς
με πάταγο, θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάταγος. Το επίρρ. παταγωδώς μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις, ενώ το επίθ. παταγώδης από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].