πατρελασία

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρελασία: ἡ τοῦ Διὸς (ἡ ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐκδίωξις τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Κρόνου), Ἀρσέν. Κερκύρας ἐν Κερκυραῖκ. Ἀνεκδ. ἔκδ. Λ. σ. 18, 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φρ. «πατρελασία ἡ τοῡ Διός» — η εκδίωξη από τον Δία του πατέρα του Κρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἐλασία «απέλαση, εκδίωξη»].