καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
το πειράζω
(κυριολ. και μτφ.)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πειράζω
2. το άγγιγμα, η ψαύση («και το παραμικρό πείραγμα μαραίνει τα λουλούδια»)
3. πράξη ή λόγος με τον οποίο ενοχλεί, πειράζει ή θέλει να πειράξει κανείς κάποιον
4. αστεϊσμός, κοροϊδία.