πεισματώδης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή
2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρόςπεισματώδης μάχη»).
επίρρ...
πεισματωδώς
με πείσμα, με επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, -ατος (Ι) + -ώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη].