Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
-ες
1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή
2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρός («πεισματώδης μάχη»).
επίρρ...
πεισματωδώς
με πείσμα, με επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, -ατος (Ι) + -ώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη].