ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: πεπλοθήκη | Medium diacritics: πεπλοθήκη | Low diacritics: πεπλοθήκη | Capitals: ΠΕΠΛΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: peplothḗkē | Transliteration B: peplothēkē | Transliteration C: peplothiki | Beta Code: peploqh/kh |
ἡ,
A wardrobe, IG22.1462.12.
ἡ, Α
η θήκη, ο χώρος στον οποίο φυλάσσονταν οι πέπλοι, ιματιοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + θήκη.