πιεζόμετρο
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
το, Ν
φυσ.
1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συμπιεστότητας τών υγρών
2. διάταξη, που προορίζεται για τον καθορισμό της πιεζομετρικής ή υδροστατικής στάθμης, αλλ. πιεσίμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometre < πιέζω + μέτρο].