πιεζόμετρο

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ.
1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συμπιεστότητας τών υγρών
2. διάταξη, που προορίζεται για τον καθορισμό της πιεζομετρικής ή υδροστατικής στάθμης, αλλ. πιεσίμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometre < πιέζω + μέτρο].