πιεζοηλεκτρικός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
φυσ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό
2. φρ. α) «πιεζοηλεκτρικές διατάξεις»
(ηλεκτρον.) συσκευές πρακτικής εκμετάλλευσης του πιεζοηλεκτρισμού, της ιδιότητας δηλαδή ορισμένων κρυστάλλων να παράγουν ηλεκτρικό φορτίο, όταν υφίστανται παραμόρφωση λόγω πιέσεως
β) «πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι» — στερεά κρυσταλλωμένα σώματα που χρησιμεύουν για την κατασκευή τών πιεζοηλεκτρικών στοιχείων
γ) «πιεζοηλεκτρικό στοιχείο» — τμήμα πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πομπών και δεκτών υπερηχητικών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectric < πιέζω + ηλεκτρικός].