πιτύστεπτος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
ον, poet. for Πιτυόστ-,
A pine-crowned, Πάν AP6.253 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 622] sichtenbekränzt, Pan, Crinag. 7 (VI, 253).
Greek (Liddell-Scott)
πῐτύστεπτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ πιτυόστ-, ἐστεμμένος διὰ πίτυος, Ἀνθ. Π. 6. 253.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la couronne de pins, couronné de pins.
Étymologie: πίτυς, στεπτός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος].