πλαγιοκλίμαξ
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
Greek Monolingual
και πλαγιοκλίμακα, η, Ν
οικολ. τύπος φυτοκοινωνίας, δηλαδή διάπλασης, η σύνθεση της οποίας είναι λίγο πολύ σταθερή, σε ισορροπία υπό τις υπάρχουσες περιβαλλοντικές συνθήκες, η οποία ὁμως δεν έφθασε στην κλίμακα που θα οδηγούσαν οι συγκεκριμένες συνθήκες, λόγω της παρέμβασης του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagioclimax < πλάγιος + κλίμαξ].