πλακοστρώνω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Ν
1. επιστρώνω τοίχο ή δάπεδο με πλάκες («τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα / με τις μεγάλες τες αυλές και τες πλακοστρωμένες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + στρώνω].