πλακοστρώνω

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

Ν
1. επιστρώνω τοίχο ή δάπεδο με πλάκες («τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα / με τις μεγάλες τες αυλές και τες πλακοστρωμένες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + στρώνω].