πλεισταρχία

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεισταρχία Medium diacritics: πλεισταρχία Low diacritics: πλεισταρχία Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: pleistarchía Transliteration B: pleistarchia Transliteration C: plistarhia Beta Code: pleistarxi/a

English (LSJ)

η, rule of the widest sway, rule of the many. v. πολυαρχία, πλείσταρχος

Greek (Liddell-Scott)

πλεισταρχία: ἡ, = πολυαρχία, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1151Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλείσταρχος
το να άρχουν πολλοί, η πολυαρχία.