πλεθριαῖος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεθριαῖος Medium diacritics: πλεθριαῖος Low diacritics: πλεθριαίος Capitals: ΠΛΕΘΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: plethriaîos Transliteration B: plethriaios Transliteration C: plethriaios Beta Code: pleqriai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of the size of a πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11; ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a; δράκων μῆκος π. Str.16.2.17.

German (Pape)

[Seite 628] von der Größe des πλέθρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεθριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλεθριαῖος: -α, -ον, ἑνὸς πλέθρου, ἰσόμετρος πλέθρῳ, φοίνικες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ποταμὸς τὸ εὖρος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5. 4. γέφυρα πλ. τὸ πλάτος οὖσα Πλάτ. Κριτί. 116Α· δράκων μῆκος πλ. Στράβ. 755.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la longueur ou de l’étendue d’un arpent.
Étymologie: πλέθρον.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλεθριαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μεδιμν-ιαίος)].