πόδωμα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόδωμα Medium diacritics: πόδωμα Low diacritics: πόδωμα Capitals: ΠΟΔΩΜΑ
Transliteration A: pódōma Transliteration B: podōma Transliteration C: podoma Beta Code: po/dwma

English (LSJ)

ατος, τό, (πούς)

   A floor, base, Apollod.Poliorc.192.7, OGI510.5(Ephesus, ii A.D.); of a granary, BGU321.13 (iii A.D.), etc.    2 storage-charge for grain, PRyl.71 Intr. (i B.C.), PTeb.339.17 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 644] τό, Fußboden, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

πόδωμα: τό, (ποὺς) ἔδαφος, πάτωμα, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 42.

Greek Monolingual

(I)
το, Ν πούς, ποδός]
ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου.———————— (II)
τὸ, Α
1. δάπεδο, βάση
2. σιταποθήκη
3. φρ. «τέλος ποδώματος» — φόρος αποθηκεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρόν)].