πολιτικολόγος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που πολιτικολογεί, που συζητά διαρκώς για πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -λόγος. Η λ., στον πληθ. πολιτικολόγοι μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].