πολυκάνδηλο

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν
πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ' στο ναό της Φύσης», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κανδήλι(ον) / καντήλι (πρβλ. νυχτο-κάντηλο)].