πολύσκοπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A far-seeing, Pi.Fr.107.1.
German (Pape)
[Seite 673] viel od. weit schauend, ἀκτὶς Ἀελίου, Pind. frg. hyporch. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσκοπος: -ον, ὁ μακρὰν βλέπων, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βλέπει σε μακρινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκοπός (< σκοπός < σκέπτομαι)].