πολύχεσος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχεσος Medium diacritics: πολύχεσος Low diacritics: πολύχεσος Capitals: ΠΟΛΥΧΕΣΟΣ
Transliteration A: polýchesos Transliteration B: polychesos Transliteration C: polychesos Beta Code: polu/xesos

English (LSJ)

ον, (χέζω):

   A π. νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.

German (Pape)

[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].