πολύφερνος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, (φερνή)
A = πολύεδνος, Hsch. s.v. πολύδωρος.
German (Pape)
[Seite 676] = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφερνος: -ον, (φερνὴ) = πολύεδνος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφερνος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη»)
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. ά-φερνος].