πορθμέας

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ο / πορθμεύς, -έως, ιων. γεν. πορθμῆος, ΝΜΑ
αυτός που διαπορθμεύει, που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων με πορθμείο στην απέναντι όχθη ή ακτή
αρχ.
1. (για τον Χάρωνα) αυτός που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών
2. ναύτης επιβατηγού πλοίου
3. μτφ. αυτός που μεταφέρει, που μεταδίδει («πορθμεὺς τῶν καθ' ἡμέραν λεγομένων», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + κατάλ. -εύς (πρβλ. λογ-εύς)].