ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Ν
επίρρ. όντως, πραγματικά, αληθινά («είναι πράγματι αδελφή του;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αρχ. δοτ. πράγματι, της λ. πράγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιον Εστίας].