προάλλομαι
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
A spring forward, Q.S.4.510: aor. I part. -αλάμενος Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἅλλομαι), depon. med., vorspringen; προάλοιτο, Qu. Sm. 4, 510; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
προάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τινάσσομαι, Κόϊντ. Σμ. 4. 510, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα προαλάμενος, ὅπερ ἑρμηνεύει, «προπηδήσας».
Greek Monolingual
Α
πηδώ προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].