προδοτήρ

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 717] ῆρος, ὁ, = Folgendem, Tzetz. AH. 382.

Greek (Liddell-Scott)

προδοτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ. Τζέτζ. τὰ πρὸ Ὁμήρου 382.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, και θηλ. τ. προδότρια, Μ
ο προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδο- του προδίδωμι (πρβλ. προδο-σία, προδό-της) + επίθημα -τήρ (πρβλ. αποδο-τήρ)].