προμελέτη

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

η, Ν
1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή της γέφυρας»)
2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. προ- + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].