προμέτρης

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμέτρης Medium diacritics: προμέτρης Low diacritics: προμέτρης Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: prométrēs Transliteration B: prometrēs Transliteration C: prometris Beta Code: prome/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ, = Lat.

   A mensor, campsurveyor, Lyd.Mag.1.46.    II title of magistrate at Ephesus, CIG 3028.

Greek (Liddell-Scott)

προμέτρης: ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγραφ. Ἐφέσου CIG. 3028.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ο προμετρητής
αρχ.
τίτλος αξιώματος στην Έφεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεω-μέτρης].