προμέτρης
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
προμέτρου, ὁ, = Lat.
A mensor, campsurveyor, Lyd.Mag.1.46.
II title of magistrate at Ephesus, CIG 3028.
Greek (Liddell-Scott)
προμέτρης: ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγραφ. Ἐφέσου CIG. 3028.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο προμετρητής
αρχ.
τίτλος αξιώματος στην Έφεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτρης (< μέτρον), πρβλ. γεωμέτρης].