πρόποση

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

η / πρόποσις, -όσεως, ΝΑ προπίνω
το να πίνει κανείς ποτό εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου
νεοελλ.
(λαογρ.) η ευχή που συνηθίζουν να δίνουν κατά τις συνεστιάσεις στον νοικοκύρη ή στα μέλη της οικογένειάς του ή στους συνδαιτημόνες, υψώνοντας ένα ποτήρι γεμάτο κρασί
αρχ.
1. το ποτό που προπίνει κανείς
2. η πόση πριν από το φαγητό
3. οινοποσία.