προσκεφάλι
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
το, Ν
το προσκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκέφαλο κατά τα ουδ. σε -ι].