προσπέφτω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

Ν
1. πέφτω στα πόδια κάποιου για να τον παρακαλέσω, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον γονατιστόςμήτε πρόσπεσα στον ήσκιο σου και για να σού δεηθώ», Παλαμ.)
2. συνεκδ. παραδέχομαι το σφάλμα μου και ζητώ συγγνώμη ταπεινωμένος, ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον.