προσχεδίασμα
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια του προσχεδιάζω
2. το αποτέλεσμα του προσχεδιάζω, το προσχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].