ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
το, Νσυν. στον πληθ. τα πρωτοβρόχιαοι πρώτες βροχές του έτους που πέφτουν κατά το φθινόπωρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + βροχή.