πτωχόνοια
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
πτωχόνοια: ἡ, πτωχεία, ἔνδεια νοῦ, Ἐκκλ.
ἡ, Μ
έλλειψη νού, φτωχό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -νοια (< -νους < νοῦς), πρβλ. μικρό-νοια].