πύσσαχος
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ὁ,
A muzzle put on calves' noses to prevent their sucking, Hsch.; also πύσσᾰκος, cj. in Lyr.Adesp.46A.
German (Pape)
[Seite 826] ὁ, ein krummes Holz, eine Art Knebel, welches um die Nase der Kälber herumgelegt wurde, um sie vom Saugen abzuhalten, Hesych.; bei Hephaest. steht auch πύσσαλος, wahrscheinlich eins mit πάσσαλος.
Greek (Liddell-Scott)
πύσσᾰχος: ὁ, «ξύλον καμπύλου τοῖς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον (ὃ) κωλύει θηλάζειν» Ἡσύχ., τὸ τοῦ Οὐεργιλίου capistrum.
Greek Monolingual
και πύσσακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ξύλον καμπύλον, τοῑς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον, ὅ κωλύει θηλάζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].