ῥαβδεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A angle as with a rod, v. ῥαβδίον 1.2.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδεύομαι: ἀποθ., ἐπὶ ἰχθύος, συλλαμβάνω μικροὺς ἰχθῦς διὰ τῶν ῥαβδίων, ἤτοι τῶν πλοκάμων τοῦ στόματός μου, ἴδε ῥαβδίον 2.
Greek Monolingual
Α ῥάβδος
(αποθ.) (για ψάρι) συλλαμβάνω μικρά ψάρια με τα ραβδία, δηλαδή με τους μικρούς πλοκάμους του στόματός μου.