πυρίτοκος
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A gendered in fire, of Dionysus, Lyd.Mens.4.160.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίτοκος: -ον, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἰω. Λυδ. περὶ μηνῶν 4. 95.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θαλασσό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].