ῥυππαπαί

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229

German (Pape)

[Seite 852] ein Ruf der athenischen Ruderknechte u. Matrosen, wie ὠόπ, Hurrah! Ar. Ran. 1071 u. Vesp. 909, τὸ ῥυππαπαί, komisch, die ganze Matrosenschaft, Schol. τὸ ναυτικόν; falsch ist ῥυπαπαί.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυππᾰπαί: ἐπίφθεγμα ναυτικόν, πααρακελευστικόν κωπηλασίας, ὡς τὸ ὠόπ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1073· ἐντεῦθεν κωμικῶς, τὸ ῥυππαπαί, τὸ πλήρωμα πλοίου ἢ τὸ ναυτικὸν στράτευμα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 909. - Πρβλ. ἱππαπαί.

French (Bailly abrégé)

interj.
yoho ! cri des matelots ; τὸ ῥυππαπαί AR la race des matelots.

Greek Monolingual

και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α
1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ' ἀλλ' ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.)
2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ
το πλήρωμα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνητή / επιφωνηματική λ. που χρησίμευε στον συντονισμό τών κωπηλατών και χρησιμοποιήθηκε και ως ουσιαστικό (πρβλ. ἱππαπαί)].