σακχαρούχος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που περιέχει σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].