σαρκίδιο

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

το / σαρκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας
νεοελλ.
1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση
2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών
αρχ.
1. η κλειτορίδα
2. η οπή της ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κνημ-ίδιον)].