Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
το, Ν
1. σάπιο λεμόνι
2. (κατ' επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί
3. φρ. «τον πήραν με τα σαπιολέμονα» — του πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τον αποδοκίμασαν έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι].